dystrophic$23557$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dystrophic$23557$ - translation to ολλανδικά

OSTEOCHONDRODYSPLASIA THAT HAS MATERIAL BASIS IN ABNORMAL CARTILAGE DEVELOPMENT DUE TO MUTATIONS IN THE SLC26A2 GENE WHICH RESULTS IN SHORT LIMB DWARFISM
Diastrophic dwarf; Dystrophic dwarfism

dystrophic      
adj. Dystrofie (een situatie veroorzaakt door gemis aan bepaald voedsel; verslapping of verzwakking van de spieren)

Ορισμός

dystrophic
[d?s'tr??f?k, -'tr?f?k]
¦ adjective
1. Medicine affected by or relating to dystrophy, especially muscular dystrophy.
2. Ecology (of a body of water) having brown acidic water that is poor in oxygen, owing to high levels of dissolved humus.
Origin
C19: from Gk dus- 'bad' + -trophia 'nourishment' + -ic.

Βικιπαίδεια

Diastrophic dysplasia

Diastrophic dysplasia is an autosomal recessive dysplasia which affects cartilage and bone development. ("Diastrophism" is a general word referring to a twisting.) Diastrophic dysplasia is due to mutations in the SLC26A2 gene.

Affected individuals have short stature with very short arms and legs and joint problems that restrict mobility.